- αυτασφάλεια
- η1. συνειδητή παραίτηση από ασφαλιστική κάλυψη2. η ανάληψη των κινδύνων από ίδιες «ασφαλιστικές εγκαταστάσεις» των απειλούμενων από αυτούς τους κινδύνους3. εκούσια κοινωνική ασφάλιση του υποκείμενου σε υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση.[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτ(ο)-* + ασφάλεια. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία].
Dictionary of Greek. 2013.